συμμεταχειριζομαι

συμμεταχειριζομαι
    συμμεταχειρίζομαι
    συμ-μεταχειρίζομαι
    одновременно или совместно управлять
    

(τι μετά τινος Isae.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συμμεταχειριζομαι" в других словарях:

  • συμμεταχειρίζομαι — Α (αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»] …   Dictionary of Greek

  • συμμεταχειρίζεσθαι — συμμεταχειρίζομαι take charge of along with pres inf mp συμμεταχειρίζομαι take charge of along with pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμεταχείρισις — ήσεως, ἡ, Μ [συμμεταχειρίζομαι] ταυτόχρονη φροντίδα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»